σουρδίνα

σουρδίνα
η, Ν
βλ. σουρντίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουρντίνα — και σουρτίνα και σουρδίνα, η και σουρντίνο, το, Ν μουσ. εξάρτημα μουσικών οργάνων τού οποίου η λειτουργία έχει ως σκοπό να απαλύνει την ηχητική ένταση και να μεταβάλλει το ηχόχρωμά τους, αλλ. πνιγέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sourdine < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”